προκυλινδούμαι

προκυλινδούμαι
-έομαι, Α
κυλώ, πέφτω μπροστά στα πόδια κάποιου («προκυλινδεῑται ἡ πέρδιξ τοῡ θηρεύοντος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κυλινδοῦμαι, ποιητ. τ. τού κυλίνδομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προκυλινδοῦμαι — προκυλινδέομαι roll before pres ind mp 1st sg (attic epic doric) προκυλινδέομαι roll before pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκυλίνδομαι — και προκυλίομαι Α 1. (για θάλασσα) κυλώ, κυματίζω προς τα εμπρός 2. προκυλινδοῡμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κυλίνδομαι / κυλίομαι «κυλιέμαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”